- μεγιστοτιμος
- μεγιστότιμοςμεγιστό-τῑμος2окруженный величайшим почитанием
(Δίκη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Δίκη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] … Dictionary of Greek
μεγιστοτίμου — μεγιστοτί̱μου , μεγιστότιμος most honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)